ευθυπλοΐα

ευθυπλοΐα
η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους]
ο κατ' ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ' εἰσὶ δέκα», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐθυπλοίᾳ — εὐθυπλοίᾱͅ , εὐθύπλοια straight voyage fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύπλοια — straight voyage fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυπλοίας — εὐθυπλοίᾱς , εὐθύπλοια straight voyage fem acc pl εὐθυπλοίᾱς , εὐθύπλοια straight voyage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύπλοος — οη, οο και ευθύπλους, ουν (ΑΜ εὐθύπλους, ουν και εὐθύπλοος, οον) αυτός που πλέει κατευθείαν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ευθύπλους η ευθυπλοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πλους < πλέω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”